-
1 уйти
уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•
брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•
завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.
|| πηγαίνω•все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•
отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•
уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).
2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.
|| εγκαταλείπω, αφήνω•она ушла от него αυτή τον παράτησε•
он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•
уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.
|| μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.
3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•
-в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•
уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.
4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•годы ушли τα χρόνια πέρασαν•
время прошло ο καιρός πέρασε.
5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.
|| πεθαίνω•ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.
6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.
7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).
8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.9. βλ. вместиться.10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.
11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).
12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.εκφρ.уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.